Post main image

Γράφει η Όλια Παναγιωτοπούλου

«Μπακαλιάρο θέλετε;», ακούω τη φωνή της μαμάς μου από το τηλέφωνο και ετοιμάζομαι να απορήσω ειλικρινά- w t f-  όταν συμπληρώνει: «25η Μαρτίου την Τετάρτη».  Σκεφτόμουν ότι έχω δέκα μέρες να τη δω κι ότι μου λείπει, όταν της τηλεφώνησα, αλλά αποσυντονίζομαι εντελώς.

Βαραίνω απότομα.

Αυτός ο μήνας δεν είχε καλά-καλά ξεκινήσει την τελευταία φορά που ζούσα κανονικά- πότε έφτασε στο τέλος του;! Η 25η Μαρτίου φάνταζε μια ημερομηνία μακρινή και γιορτινή, κάπως σαν την φυσιολογικότητά μας που χάθηκε σα σκουπιδάκι που το ρουφάει σιφόνι.

Δε μπορώ να το πιστέψω.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά να βλέπω το ημερολόγιο αρχές Μαρτίου και να μην εντοπίζω στα επόμενα 30 κουτάκια ούτε μισό κενό: να εδώ θα βάλω εκείνο το ταξίδι, εδώ έχουμε αυτή τη διοργάνωση, εκεί μπορούμε να φύγουμε για ένα διήμερο κι εδώ μπορεί να γίνει αυτή η συνάντηση- α! κι εδώ έρχεται η Ξανθιά για την παρουσίαση του βιβλίου!- και, ξέρεις κάτι;, δεν πειράζει που πέφτει η 25η Μαρτίου μεσοβδόμαδα: όλο και κάτι θα κάνουμε!

Θα πάμε στη γιαγιά να φάμε μπακαλιάρο, να την πειράξουμε που μπαίνει στον κόπο να μαγειρεύει χάριν παράδοσης κάτι που κανείς μας δεν τρώει, να πιούμε κρασί, να γελάσουμε με τον παππού, ο οποίος ικανοποιημένος από το γεύμα και το ποτό του όλο και κανένα τραγούδι θα ρίξει, συμπαρασύροντας με το κέφι του τα παιδιά που, παράφωνα και με ασυνάρτητα λόγια, θα ξεκινήσουν να τραγουδάνε ένα τραγούδι που δεν έχουν ξανακούσει, αναγκάζοντας τη γιαγιά να τα ζουλήξει για να τα κάνει να ησυχάσουν μιας κι «από λόγια δεν παίρνουν!» κι εκείνα, σκανδαλισμένα από την ευτυχία του να τα μαλώνει η γιαγιά τους με… αγκαλιές, στριφογυρίζουν και στριμώχνονται ακόμα πιο βαθιά, γκαρίζοντας τόσο πολύ που μας πιάνει όλους νευρικό γέλιο, πώς να χωρέσεις αλλιώς τόσο σουρεαλισμό και χαρά ταυτόχρονα;! Φτάνουμε να σκουπίζουμε μικρές σταγονίτσες που τρέχουν από τα μάτια, να αγγίζουμε απαλά τις κοιλιές μας που ακόμη τρέμουν από τα γέλια και να κοιτάμε συνωμοτικά ο ένας τον άλλο, ευτυχισμένοι για τη στιγμή που μοιραστήκαμε.

Δε μου λείπουν τα εστιατόρια, τα μπαρ, οι παιδότοποι. Είναι ευτυχείς προσθήκες στη ζωή μου, σκηνικό που το επιλέγω για να στεγάσω τις αναμνήσεις της ζωή μου, αυτές που φτιάχνω με τους ανθρώπους που αγαπώ, όχι οργανικό της κομμάτι.

Μου λείπουν οι άνθρωποί μου κι εκείνες οι μικρές στιγμές μαζί τους που για να τις περιγράψω χρειάζομαι δέκα σειρές και τελεία μόνο μία.

Μηδενίζω και ξαναμετράω.

Ευτυχισμένη και τυχερή που έχω τα παιδιά μου, αυτές τις μικρές αεικίνητες απειλές του ενός μέτρου που γεμίζουν τον τόπο φωνές και ψίχουλα, γκρίνια, απαιτήσεις και αγάπη. Με έναν τρόπο είναι σαν να έχω το μέλλον μου μαζί μου: το βλέπω να τρέχει, να γελάει, να παίζει «κορονοϊό» και είμαι σίγουρη ότι συνέχεια θα υπάρξει, τουλάχιστον για αυτά. Φοβάμαι, όμως για τους γονείς, για το παρελθόν, για τις ρίζες μας. Δεν ένιωσα καθησυχασμένη όταν μάθαμε ότι ο ιός «χτυπάει» ηλικιωμένους κι ας έχω μικρά παιδιά. Ένιωσα τρόμο.  Υποφέρω που δε μπορώ να πλησιάσω τους γονείς μου. Είδα τον πατριό μου έξω από το σούπερ μάρκετ το Σάββατο και τον χαιρέτισα από τα πέντε μέτρα… «έχω παιδιά… δε νοσούν, μα μεταδίδουν… ίσως του το μεταδώσω κι εγώ…». Να γίνεσαι από συνέχεια- απειλή… Και η καρδιά να ματώνει για τη χαμένη αγκαλιά.

Ευτυχισμένη και τυχερή που έχω τη δουλειά μου.

Ευτυχισμένη και τυχερή που έχω ακόμα την υγεία μου.

Και με αυτά τα ολίγα, πρέπει να πορευτώ.

Δεν είναι εύκολο και το ξέρουμε όλοι.

Όλοι?

ΟΛΟΙ?!?!!?

Όχι, όλοι! Γιατί τώρα που το σκέφτομαι είναι κι εκείνα τα τυπάκια τα ανήλικα, που από δύο χρονών κι έπειτα ΤΑ ΞΕΡΟΥΝ ΗΔΗ ΟΛΑ κι αν αυτή την … ξερολίαση τους την έχουμε χρεώσει πολλάκις, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι όντως ειδικοί.

Τα παιδιά ξέρουν πώς να το περάσουν αυτό. Rephrasing. Τα παιδιά ξέρουν πώς να το περάσουμε αυτό και θα σας το αποδείξω, γράφοντάς σας πως παίζεται ο «κορονοϊός» – μια εφεύρεση της κυρίας Δάφνης, σχεδόν 8 και του κυρίου Αλέξανδρου, σχεδόν 5:

Από την αρχή της ημέρας, κάποιος στο σπίτι κληρώνεται και είναι ο κορονοϊός. Οι υπόλοιποι τον ξέρουν και πρέπει ανά πάσα στιγμή να έχουν 1,5 μέτρο απόσταση ο ένας από τον άλλο, αλλιώς του κολλάει και κερδίζει. Ο «κορονοϊός»- παίκτης μπορεί να ακουμπήσει σε διάφορα σημεία, τα οποία «μολύνει». Αν κάποιος τα πιάσει και δεν πλύνει τα χέρια του, χάνει. Αν πιάσει και τον άλλον, χάνουν και οι δύο. Το παιχνίδι έχει εντυπωσιακά πλήρες εγχειρίδιο οδηγιών (!) και συνοψίζει πως τα παιδιά είναι διάνοιες.

Βρήκαν τον τέλειο τρόπο:

  • να επιβεβαιώσουν τις γνώσεις του για το ιό
  • να επιβεβαιώσουν τις γνώσεις τους για την αυτοπροστασία τους και την προστασία των άλλων
  • να εξασκηθούν στο πρωτόκολλο αυτοπροστασίας
  • να εκτονώσουν την ανάγκη τους για δημιουργικότητα
  • να παίξουν ομαδικά
  • να βγάλουν ελεγχόμενα την κλασική διάθεση αδερφικής χαιρεκακίας
  • να γελάσουν
  • να αισθανθούν καλά
  • να ελέγξουν το χάος.

Τα παιδιά ξέρουν και, καθώς τα πάντα έχουν ανατραπεί, ίσως δε θα έπρεπε να μας σοκάρει και τόσο ότι ήρθε η ώρα να τα ακολουθήσουμε και να τα αφήσουμε να μας θυμίσουν όσα πολύτιμα εργαλεία ζωής (ξε)χάσαμε στην πορεία της ενηλικιότητάς μας.

Σας στέλνουμε φιλί στον αέρα, νοητή αγκαλιά και την ευχή να είμαστε όλοι εδώ και καλά μέχρι την επόμενη φορά.

 

*Η φωτογραφία είναι από την τελευταία μας έξοδο, 16 Μαρτίου, ολομόναχοι στο Σέιχ Σου

 

 

 

Ακολούθησε το KIDOT mou σε Facebook και Instagram